Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

«Βιογραφικό σε πρώτο πρόσωπο» του Μάνου Χατζιδάκι

Απών αλλά πάντα επίκαιρος

Διαβάστε το άγνωστο «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό» του Μάνου Χατζιδάκι
  (Φωτογραφία:  Αρχείο ΔΟΛ )

Μελβούρνη, Αυστραλία
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, και άγνωστο σε πολλούς, κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι, που γράφτηκε το 1980 στη Μελβούρνη, δημοσιεύει η ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος. Πρόκειται για το άρθρο «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό», το οποίο δημοσιεύεται με την ευκαιρία της συμπλήρωσης, στις 15 Ιουνίου, 20 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, διανοούμενου και ποιητή.
Αυτούσιο το κείμενο αυτό έχει ως εξής:
«Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ‘25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.
» Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ‘31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία -όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.
»Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.
»Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.
»Ταξίδεψα πολύ. Κ’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.
»Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια -δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής- μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.
»To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.
»Εξόφλησα τα χρέη μου το ‘72 κι’ επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.
»Κι’ έτσι απ’ το ‘75 αρχίζει μια διάσημη 'εποχή μου' που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε ή υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω 'ακριβές καφενειακές ιδέες' πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν 'κατά κράτος'. Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.
»Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:
»Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.
»Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.
»Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω 'εις τον διάβολον' -πού λένε- κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.
»Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα,
τους εύκολα 'επώνυμους' πολιτικούς και καλλιτέχνες,
τους εφησυχασμένους συνομήλικους,
την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία
την πάσα λογής χυδαιότητα
καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.

»Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη 'υψηλού πάθους'. Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Γ. Μαγλή, Γ Ι Α Τ Ι ;









Τὸ πο­τά­μι - Αντώνης Σαμαράκης  
Η ΔΙΑΤΑΓΗ εἴ­τα­νε ξε­κά­θα­ρη: Ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται τὸ μά­νιο στὸ πο­τά­μι, ἀ­κό­μα καὶ νὰ πλη­σιά­ζει κα­νέ­νας σὲ ἀ­πό­στα­ση λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δι­α­κό­σια μέ­τρα. Δὲ χώ­ρα­γε λοι­πὸν κα­μιὰ πα­ρα­νό­η­ση. Ὅ­ποι­ος τὴν πα­ρέ­βαι­νε τὴ δι­α­τα­γή, θὰ πέρ­να­γε στρα­το­δι­κεῖ­ο. Τοὺς τὴ δι­ά­βα­σε τὶς προ­άλ­λες ὁ ἴ­διος ὁ ταγ­μα­τάρ­χης. Δι­έ­τα­ξε γε­νι­κὴ συγ­κέν­τρω­ση, ὅ­λο τὸ τάγ­μα, καὶ τοὺς τὴ δι­ά­βα­σε. Δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας! Δὲν εἴ­τα­νε παῖ­ξε-γέ­λα­σε. Εἴ­χα­νε κά­που τρεῖς βδο­μά­δες ποὺ εἶ­χαν ἀ­ρά­ξει δῶθε ἀπ’ τὸ πο­τά­μι. Κεῖθε ἀ­π’ τὸ πο­τά­μι εἴ­ταν ὁ ἐ­χθρός, οἱ Ἄλ­λοι ὅ­πως τοὺς λέ­γα­νε πολ­λοί. Τρεῖς βδο­μά­δες ἀ­πρα­ξί­α. Σί­γου­ρα δὲ θὰ βά­στα­γε πο­λὺ τού­τη ἡ κα­τά­στα­ση, μὰ γιὰ τὴν ὥ­ρα ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἡ­συ­χί­α. Καὶ στὶς δυ­ὸ ὄ­χθες τοῦ πο­τα­μιοῦ, σὲ με­γά­λο βά­θος, εἴ­τα­νε δά­σος. Πυ­κνὸ δά­σος. Μέ­σ’ στὸ δά­σος εἴ­χα­νε στρα­το­πε­δεύ­σει καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες τους εἴ­τα­νε πὼς οἱ Ἄλ­λοι εἴ­χα­νε δυ­ὸ τάγ­μα­τα ἐ­κεῖ. Ὡ­στό­σο, δὲν ἐ­πι­χει­ρού­σα­νε ἐ­πί­θε­ση, ποι­ὸς ξέ­ρει τί λο­γα­ρι­ά­ζα­νε νὰ κά­νου­νε. Στὸ με­τα­ξύ, τὰ φυ­λά­κια, καὶ ἀ­π’ τὶς δυ­ὸ με­ρι­ές, εἴ­ταν ἐ­δῶ καὶ κεῖ, κρυμ­μέ­να στὸ δά­σος, ἕ­τοι­μα γιὰ πᾶν ἐν­δε­χό­με­νο. Τρεῖς βδο­μά­δες! Πῶς εἴ­χα­νε πε­ρά­σει τρεῖς βδο­μά­δες! Δὲ θυ­μόν­του­σαν σ’ αὐ­τὸν τὸν πό­λε­μο, ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει ἐ­δῶ καὶ δυ­ό­μι­ση χρό­νια πε­ρί­που, ἄλ­λο τέ­τοι­ο δι­ά­λειμ­μα σὰν καὶ τοῦ­το. Ὅ­ταν φτά­σα­νε στὸ πο­τά­μι, ἔ­κα­νε ἀ­κό­μα κρύ­ο. Μὰ ἐ­δῶ καὶ με­ρι­κὲς μέ­ρες, ὁ και­ρὸς εἶ­χε στρώ­σει. Ἄ­νοι­ξη πιὰ ! Ὁ πρῶ­τος ποὺ γλί­στρη­σε κα­τὰ τὸ πο­τά­μι εἴ­τα­νε λο­χί­ας. Γλί­στρη­σε ἕ­να πρω­ι­νὸ καὶ βού­τη­ξε. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, σύρ­θη­κε ὣς τοὺς δι­κούς του, μὲ δυ­ὸ σφαῖ­ρες στὸ πλευ­ρό. Δὲν ἔ­ζη­σε πολ­λὲς ὧ­ρες. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, δυ­ὸ φαν­τά­ροι τρα­βή­ξα­νε γιὰ κεῖ, καὶ δὲν τοὺς ξα­να­εῖ­δε πιὰ κα­νέ­νας. Ἀ­κού­σα­νε μο­νά­χα πο­λυ­βο­λι­σμούς, καὶ ὕ­στε­ρα σι­ω­πή. Τό­τε βγῆ­κε ἡ δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας. Εἴ­τα­νε ὡ­στό­σο με­γά­λος πει­ρα­σμὸς τὸ πο­τά­μι. Τ’ ἀ­κού­γα­νε ποὺ κυ­λοῦ­σε τὰ νε­ρά του καὶ τὸ λα­χτα­ρού­σα­νε. Αὐ­τὰ τὰ δυ­ό­μι­ση χρό­νια τοὺς εἶ­χε φά­ει ἡ βρῶ­μα. Εἴ­χα­νε ξε­συ­νη­θί­σει ἀ­πό ‘­να σω­ρὸ χα­ρές. Καὶ νά, τώ­ρα, ποὺ εἶ­χε βρε­θεῖ στὸ δρό­μο τους αὐ­τὸ τὸ πο­τά­μι. Μὰ ἡ δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας… — Στὸ δι­ά­ο­λο ἡ δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας! εἶ­πε μέ­σ’ ἀ­π’ τὰ δόν­τια του, κεί­νη τὴ νύ­χτα. Γύ­ρι­ζε καὶ ξα­να­γύ­ρι­ζε καὶ ἡ­συ­χί­α δὲν εἶ­χε. Τὸ πο­τά­μι ἀ­κου­γό­τα­νε πέ­ρα καὶ δὲν τὸν ἄ­φι­νε νὰ ἡ­συ­χά­σει. Θὰ πή­γαι­νε τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, θὰ πή­γαι­νε ὁ­πωσ­δή­πο­τε. Στὸ δι­ά­ο­λο ἡ δι­α­τα­γὴ τῆς Με­ραρ­χί­ας, τὴν ἔ­γρα­φε στ’ ἀ­παυ­τά του. Οἱ ἄλ­λοι φαν­τά­ροι κοι­μόν­του­σαν. Τέ­λος τὸν πῆ­ρε κι αὐ­τὸν ὁ ὕ­πνος. Εἶ­δε ἕ­να ὄ­νει­ρο, ἕ­ναν ἐ­φιά­λτη. Στὴν ἀρ­χή, τὸ εἶ­δε ὅ­πως εἴ­τα­νε: πο­τά­μι. Εἴ­τα­νε μπρο­στὰ του αὐ­τὸ τὸ πο­τά­μι καὶ τὸν πε­ρί­με­νε. Κι’ αὐ­τός, γυ­μνὸς στὴν ὄ­χθη, δὲν ἔ­πε­φτε μέ­σα. Σὰ νὰ τὸν βά­στα­γε ἕ­να ἀ­ό­ρα­το χέ­ρι. Ὕ­στε­ρα τὸ πο­τά­μι με­τα­μορ­φώ­θη­κε σὲ γυ­ναί­κα. Μιὰ νέ­α γυ­ναί­κα, με­λα­χρι­νή, μὲ σφι­χτο­δε­μέ­νο κορ­μί. Γυ­μνή, ξα­πλω­μέ­νη στὸ γρα­σί­δι, τὸν πε­ρί­με­νε. Κι’ αὐ­τός, γυ­μνὸς μπρο­στά της, δὲν ἔ­πε­φτε πά­νω της. Σὰ νὰ τὸν βά­στα­γε ἕ­να ἀ­ό­ρα­το χέ­ρι. Ξύ­πνη­σε βα­λαν­τω­μέ­νος· δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μα φέ­ξει… Φτά­νον­τας στὴν ὄ­χθη, στά­θη­κε καὶ τὸ κοί­τα­ζε. Τὸ πο­τά­μι! Ὥ­στε ὑ­πῆρ­χε λοι­πὸν αὐ­τὸ τὸ πο­τά­μι; Ὧ­ρες-ὧ­ρες, συλ­λο­γι­ζό­τα­νε μή­πως δὲν ὑ­πῆρ­χε στ’ ἀ­λή­θεια. Μή­πως εἴ­τα­νε μιὰ φαν­τα­σί­α τους, μιὰ ὁ­μα­δι­κὴ ψευ­δαί­σθη­ση. Εἶ­χε βρεῖ μί­αν εὐ­και­ρί­α καὶ τρά­βη­ξε κα­τὰ τὸ πο­τά­μι. Τὸ πρω­ι­νὸ εἴ­τα­νε θαῦ­μα! Ἂν εἴ­τα­νε τυ­χε­ρὸς καὶ δὲν τὸν παίρ­να­νε μυ­ρου­διά… Νὰ πρό­φται­νε μο­νά­χα νὰ βου­τή­ξει στὸ πο­τά­μι, νὰ μπεῖ στὰ νε­ρά του, τὰ πα­ρα­κά­τω δὲν τὸν νοι­ά­ζα­νε. Σ’ ἕ­να δέν­τρο, δί­πλα στὴν ὄ­χθη, ἄ­φι­σε τὰ ροῦ­χα του, καί, ὄρ­θιο πά­νω στὸν κορ­μό, τὸ του­φέ­κι του. Ἔ­ρι­ξε δυ­ὸ τε­λευ­ταῖ­ες μα­τι­ές, μιὰ πί­σω του, μὴν εἴ­τα­νε κα­νέ­νας ἀ­π’ τοὺς δι­κούς του, καὶ μιὰ στὴν ἀν­τί­πε­ρα ὄ­χθη, μὴν εἴ­τα­νε κα­νέ­νας ἀ­π’ τοὺς Ἄλ­λους. Καὶ μπῆ­κε στὸ νε­ρό. Ἀ­π’ τὴ στιγ­μὴ ποὺ τὸ σῶ­μα του, ὁ­λό­γυ­μνο, μπῆ­κε στὸ νε­ρό, τοῦ­το τὸ σῶ­μα ποὺ δυ­ό­μι­ση χρό­νια βα­σα­νι­ζό­τα­νε, ποὺ δυ­ὸ τραύ­μα­τα τὸ εἴ­χα­νε ὣς τώ­ρα ση­μα­δέ­ψει, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴν αὐ­τὴ ἔ­νι­ω­σε ἄλ­λος ἄν­θρω­πος. Σὰ νὰ πέ­ρα­σε ἕ­να χέ­ρι μ’ ἕ­να σφουγ­γά­ρι μέ­σα του καὶ νὰ τά­σβη­σε αὐ­τὰ τὰ δυ­ό­μι­ση χρό­νια. Κο­λυμ­ποῦ­σε πό­τε μπρού­μυ­τα, πό­τε ἀ­νά­σκε­λα. Ἀφι­νό­τα­νε νὰ τὸν πη­γαί­νει τὸ ρεῦ­μα. Ἔ­κα­νε καὶ μα­κρο­βού­τια. Εἴ­ταν ἕ­να παι­δὶ τώ­ρα αὐ­τὸς ὁ φαν­τά­ρος, ποὺ δὲν εἴ­τα­νε πα­ρὰ εἰ­κο­σι­τρι­ῶ χρο­νῶ κι ὅ­μως τὰ δυ­ό­μι­ση τε­λευ­ταί­α χρό­νια εἶ­χαν ἀ­φί­σει βα­θιὰ ἴ­χνη μέ­σα του. Δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά, καὶ στὶς δυ­ὸ ὄ­χθες, φτε­ρου­γί­ζα­νε που­λιά, τὸν χαι­ρε­τού­σα­νε περ­νών­τας πό­τε-πό­τε ἀ­πὸ πά­νω του. Μπρο­στά του, πή­γαι­νε τώ­ρα ἕ­να κλα­δὶ ποὺ τό­σερ­νε τὸ ρεῦ­μα. Βάλ­θη­κε νὰ τὸ φτά­σει μ’ ἕ­να μο­νά­χα μα­κρο­βού­τι. Καὶ τὸ κα­τά­φε­ρε. Βγῆ­κε ἀ­π’ τὸ νε­ρὸ ἀ­κρι­βῶς δί­πλα στὸ κλα­δί. Ἔνι­ω­σε μί­α χα­ρά! Μὰ τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ εἶ­δε ἕ­να κε­φά­λι μπρο­στά του, κά­που τριά­ντα μέ­τρα μα­κριά. Στα­μά­τη­σε καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ δεῖ κα­λύ­τε­ρα. Καὶ κεῖ­νος ποὺ κο­λυμ­ποῦ­σε ἐ­κεῖ τὸν εἶ­χε δεῖ, εἶ­χε στα­μα­τή­σει κι αὐ­τός. Κοι­τά­ζον­ταν. Ξα­νά­γι­νε ἀ­μέ­σως αὐ­τὸς ποὺ εἴ­τα­νε καὶ πρω­τύ­τε­ρα: ἕ­νας φαν­τά­ρος ποὺ εἶ­χε κι­ό­λα δυ­ό­μι­ση χρό­νια πό­λε­μο, ποὺ εἶ­χε ἕ­ναν πο­λε­μι­κὸ σταυ­ρό, ποὺ εἶ­χε ἀ­φί­σει τὸ του­φέ­κι του στὸ δέν­τρο. Δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τα­λά­βει ἂν αὐ­τὸς ἀν­τί­κρυ του εἴ­τα­νε ἀ­π’ τοὺς δι­κούς του ἢ ἀ­π’ τοὺς Ἄλ­λους. Πῶς νὰ τὸ κα­τα­λά­βει; Ἕ­να κε­φά­λι ἔ­βλε­πε μο­νά­χα. Μπο­ροῦ­σε νά­ναι ἕ­νας ἀ­π’ τοὺς δι­κούς του. Μπο­ροῦ­σε νά­ναι ἕ­νας ἀ­π’ τοὺς Ἄλ­λους. Γιὰ με­ρι­κὰ λε­πτὰ καὶ οἱ δυ­ό τους στέ­κον­ταν ἀ­κί­νη­τοι στὰ νε­ρά. Τὴ σι­ω­πὴ δι­έ­κο­ψε ἕ­να φτάρ­νι­σμα. Εἴ­ταν αὐ­τὸς ποὺ φταρ­νί­στη­κε, καί, κα­τὰ τὴ συ­νή­θειά του, βλα­στή­μη­σε δυ­να­τά. Τό­τε κεῖ­νος ἀν­τί­κρυ του ἄρ­χι­σε νὰ κο­λυμ­πά­ει γρή­γο­ρα πρὸς τὴν ἀν­τί­πε­ρα ὄ­χθη. Μὰ κι αὐ­τὸς δὲν ἔ­χα­σε και­ρό. Κο­λύμ­πη­σε πρὸς τὴν ὄ­χθη του μ’ ὅ­λη του τὴ δύ­να­μη. Βγῆ­κε πρῶ­τος. Ἔ­τρε­ξε στὸ δέν­τρο ποὺ εἶ­χε ἀ­φί­σει τὸ του­φέ­κι του, τ’ ἅρ­πα­ξε. Ὁ Ἄλ­λος, ὅ,τι ἔ­βγαι­νε ἀ­π’ τὸ νε­ρό. Ἔ­τρε­χε τώ­ρα καὶ κεῖ­νος νὰ πά­ρει τὸ του­φέ­κι του. Σή­κω­σε τὸ του­φέ­κι του αὐ­τός, ση­μά­δε­ψε. Τοῦ εἴ­τα­νε πά­ρα πο­λὺ εὔ­κο­λο νὰ τοῦ φυ­τέ­ψει μιὰ σφαί­ρα στὸ κε­φά­λι. Ὁ Ἄλ­λος εἴ­τα­νε σπου­δαῖ­ος στό­χος ἔ­τσι κα­θὼς ἔ­τρε­χε ὁ­λό­γυ­μνος, κά­που εἴ­κο­σι μέ­τρα μο­νά­χα μα­κριά. Μὰ δὲν τρά­βη­ξε τὴ σκαν­δά­λη. Ὁ Ἄλ­λος εἴ­ταν ἐ­κεῖ, γυ­μνὸς ὅ­πως εἶ­χε ἔρ­θει στὸν κό­σμο. Κι αὐ­τὸς εἴ­ταν ἐ­δῶ, γυ­μνὸς ὅ­πως εἶ­χε ἔρ­θει στὸν κό­σμο. Δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ τρα­βή­ξει. Εἴ­τα­νε καὶ οἱ δυ­ὸ γυ­μνοί. Δυ­ὸ ἄν­θρω­ποι γυ­μνοί. Γυ­μνοὶ ἀ­πὸ ροῦ­χα. Γυ­μνοὶ ἀ­πὸ ὀ­νό­μα­τα. Γυ­μνοὶ ἀ­πὸ ἐ­θνι­κό­τη­τα. Γυ­μνοὶ ἀ­π’ τὸν χα­κὶ ἑ­αυ­τό τους. Δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ τρα­βή­ξει. Τὸ πο­τά­μι δὲν τοὺς χώ­ρι­ζε τώ­ρα, ἀν­τί­θε­τά τους ἕ­νω­νε. Δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ τρα­βή­ξει. Ὁ Ἄλ­λος εἶ­χε γί­νει ἕ­νας ἄλ­λος ἄν­θρω­πος τώ­ρα, χω­ρὶς ἄλ­φα κε­φα­λαῖ­ο, τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο, τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Χα­μή­λω­σε τὸ του­φέ­κι του. Χα­μή­λω­σε τὸ κε­φά­λι του. Καὶ δὲν εἶ­δε τί­πο­τα ὣς τὸ τέ­λος, πρό­φτα­σε νὰ δεῖ μο­νά­χα κά­τι που­λιὰ ποὺ φτε­ρου­γί­σα­νε τρο­μαγ­μέ­να σὰν ἔ­πε­σε ἀ­π’ τὴν ἀν­τι­κρι­νὴ ὄ­χθη ἡ του­φε­κιά, κι αὐ­τός, γο­νά­τι­σε πρῶ­τα, ὕ­στε­ρα ἔ­πε­σε μὲ τὸ πρό­σω­πο στὸ χῶ­μα.
Πηγή: Ἀντώνης Σαμαράκης, Ζητεῖται ἐλπίς, (διηγήματα, ἐκδ. Εστία, Γ’ ἔκδοση, Ἀθήνα, 1962)